Καταρχάς οι κατοικίες του ισογείου, διαφορετικής δομής και χωρητικότητας από αυτές των ορόφων τοποθετούνται στα δυτικά, σε αντίθεση με τις κατοικίες των ορόφων που τοποθετούνται ανατολικά.
Στη νότια όψη κεντρική θέση κατέχουν οι εξωτερικοί χώροι και εξώστες. Οι εξώστες των Β’ και Γ’ ορόφων, ως πανομοιότυποι ολισθαίνουν προς τη μία κατεύθυνση δημιουργώντας μια διαφορετική σχέση θέασης με τον Α’ όροφο αλλά και με τους αντίστοιχους συνεπίπεδους εξώστες ( Β΄ και Γ’ ορόφου ) στην Ανατολή. Αρχιτεκτονικές προεξοχές οριοθετούν το νότιο μέρος της οικοδομής και το διαχωρίζουν από το κλιμακοστάσιο.
Ταυτόχρονα μέσω της διαφοροποίησης του υλικού και τη μετατροπή του στηθαίου σε κιγκλίδωμα στη δυτική όψη, γίνεται και μια προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του εξωτερικού χώρου της κατοικίας Α1 και του εξωτερικού χώρου του παταριού της κατοικίας Ι1. Στην όψη αυτή, από τον Α’ όροφο και πάνω γίνεται ένας διαχωρισμός σε τρία μέρη, το νότιο που αφορά τους χώρους καθιστικού, το μεσαίο τμήμα του κλιμακοστασίου και το βόρειο που αφορά τα υπνοδωμάτια, ενώ σαν κοινή βάση – θεμέλια όλων αυτών λειτουργεί ο όγκος του ισογείου. Και σε αυτή την όψη οι εξώστες του Β΄ και Γ’ ορόφου ολισθαίνουν εκτός του περιγράμματος του κτιρίου και έρχονται σε διάλογο με τους αντίστοιχους βορινούς εξώστες.
Όσον αφορά τη βόρεια όψη ένα «Γ» τη διαχωρίζει νοητά από την ανατολική. Στο επίπεδο του ισογείου προτείνεται μια αρχιτεκτονική προεξοχή – πλαίσιο με σκοπό την ημιυπαίθριος χώρος , οποίος δίνει την εντύπωση ότι στηρίζεται πάνω σε κάποιον όγκο ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα απλό τοιχίο, δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση ενός εξωτερικού κελύφους.
Εν συνεχεία, η μεγαλύτερη επιφάνεια της ανατολικής όψης λειτουργεί σαν ένας ανάγλυφος πίνακας διαπραγμάτευσης των ορίων, για αυτό και μοιάζει να αποκόπτεται από το υπόλοιπο κτίριο. Η πλάκα του εξώστη του Β΄ ορόφου μοιάζει να κατεβαίνει στον Α΄, στην πραγματικότητα δημιουργεί ένα οπτικό όριο με το διπλανό εξώστη (στη βόρεια όψη) ο οποίος ανήκει σε άλλη κατοικία (πατάρι κατοικίας Ι1). Επιπλέον το υπνοδωμάτιο της κατοικίας Α1 υποχωρεί λίγο προς το εσωτερικό προσφέροντας ακόμα μεγαλύτερη ιδιωτικότητα. Τέλος το κατακόρυφο στοιχείο που μοιάζει να ίπταται στο Γ’ όροφο ουσιαστικά διαδραματίζει αντίστοιχο ρόλο – οπτικής ανεξαρτησίας ανάμεσα στους εξώστες του Β΄ και του Γ’ ορόφου.
Οι αποχρώσεις που προτείνονται είναι σε γήινους τόνους και η μεταξύ τους διαφοροποιήσεις έχουν ως σκοπό να αναδείξουν τα διαφορετικά βάθη και επίπεδα της ογκοπλασίας αλλά και όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Εν ολίγοις ο χρωματισμός του κτιρίου αποτελεί μέρος των ορίων του.