Η κατοικία «1» σχεδιάστηκε ισόγεια και αποτελείται από ενιαίο χώρο κουζίνας – καθιστικού – τραπεζαρίας, ανεξάρτητη αποθήκη και χώρο πλυντηρίου, κοινόχρηστο λουτρό και δύο υπνοδωμάτια με ιδιωτικά λουτρά.
Η κατοικία «2» σχεδιάστηκε διώροφη με υπόγεια αποθήκη. Το ισόγειο αποτελείται από ενιαίο χώρο κουζίνας – καθιστικού και χώρο λουτρού. Η σύνδεση με τον Α’ όροφο πετυχαίνετε μέσω εσωτερικής κλίμακας. Ο Α’ όροφος αποτελείται από δύο υπνοδωμάτια.
Η σύνδεση μεταξύ των δύο κατοικιών στον περιβάλλοντα χώρο αυτών, πετυχαίνετε με την κοινόχρηστη πισίνα, η οποία τοποθετείται σε κεντρική θέση ανάμεσά τους.
Όσον αφορά τη βόρεια όψη ένα «Γ» τη διαχωρίζει νοητά από την ανατολική. Στο επίπεδο του ισογείου προτείνεται μια αρχιτεκτονική προεξοχή – πλαίσιο με σκοπό την ημιυπαίθριος χώρος , οποίος δίνει την εντύπωση ότι στηρίζεται πάνω σε κάποιον όγκο ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα απλό τοιχίο, δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση ενός εξωτερικού κελύφους.
Εν συνεχεία, η μεγαλύτερη επιφάνεια της ανατολικής όψης λειτουργεί σαν ένας ανάγλυφος πίνακας διαπραγμάτευσης των ορίων, για αυτό και μοιάζει να αποκόπτεται από το υπόλοιπο κτίριο. Η πλάκα του εξώστη του Β΄ ορόφου μοιάζει να κατεβαίνει στον Α΄, στην πραγματικότητα δημιουργεί ένα οπτικό όριο με το διπλανό εξώστη (στη βόρεια όψη) ο οποίος ανήκει σε άλλη κατοικία (πατάρι κατοικίας Ι1). Επιπλέον το υπνοδωμάτιο της κατοικίας Α1 υποχωρεί λίγο προς το εσωτερικό προσφέροντας ακόμα μεγαλύτερη ιδιωτικότητα. Τέλος το κατακόρυφο στοιχείο που μοιάζει να ίπταται στο Γ’ όροφο ουσιαστικά διαδραματίζει αντίστοιχο ρόλο – οπτικής ανεξαρτησίας ανάμεσα στους εξώστες του Β΄ και του Γ’ ορόφου.
Οι αποχρώσεις που προτείνονται είναι σε γήινους τόνους και η μεταξύ τους διαφοροποιήσεις έχουν ως σκοπό να αναδείξουν τα διαφορετικά βάθη και επίπεδα της ογκοπλασίας αλλά και όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Εν ολίγοις ο χρωματισμός του κτιρίου αποτελεί μέρος των ορίων του.